φιλοδωρώ

φιλοδωρώ
(ε) μετ.
1) дарить; делать подарок; 2) щедро давать «на чай», щедро благодарить

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φιλοδωρώ" в других словарях:

  • φιλοδωρώ — φιλοδωρῶ, έω, ΝΜ [φιλόδωρος] 1. χαρίζω κάτι ως ένδειξη φιλίας 2. ανταμείβω κάποιον για υπηρεσία που μού προσέφερε …   Dictionary of Greek

  • φιλοδωρώ — φιλοδώρησα 1. μτβ., δίνω δώρο σε κάποιον σε ένδειξη φιλίας, χαρίζω φιλικά, φιλεύω. 2. ανταμείβω κάποιον με φιλοδώρημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλοδώρῳ — φιλόδωρος bountiful masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαδώνω — [λάδι]·1. επαλείφω ή επιχρίω κάτι με λάδι 2. κηλιδώνω κάτι με λάδι ή με άλλη λιπαρή ουσία («τό λάδωσες κι αυτό το πουκάμισο») 3. αλείφω με άγιο μύρο, βαφτίζω 4. λιπαίνω εξαρτήματα μηχανής με έγχυση μηχανελαίου 5. φιλοδωρώ κάποιον για προσωπική… …   Dictionary of Greek

  • φιλοδώρημα — το, ΝΜ [φιλοδωρῶ] νεοελλ. 1. μικρό χρηματικό ποσό που δίνεται ως δώρο σε ένα άτομο για υπηρεσία που προσέφερε, πουρμπουάρ 2. φρ. «φιλοδώρημα κατευοδώσεως» (νομ.) το δώρο, που, με ρητή συμφωνία μεταξύ τών μερών κατά τη ναύλωση πλοίου, χορηγείται… …   Dictionary of Greek

  • φιλεύω — φίλεψα, φιλεύτηκα, φιλεμένος, μτβ. 1. προσφέρω φιλόφρονα (γεύμα, ποτό, φαγώσιμο κτλ.), κερνώ, τρατάρω: Κόπιασε μέσα να σε φιλέψω κάτι. 2. δίνω μικρό φιλοδώρημα, φιλοδωρώ: Κάνε μου αυτό το θέλημα κι εγώ θα σε φιλέψω κάτι. 3. δίνω ως γαμπρός ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»